Τι εκπαιδευτικούς θέλουμε;
Σάββατο, 24 Απριλίου 2021 Του Στράτου Στρατηγάκη
Μαθηματικού - Ερευνητή
"Δεδηλωμένη πρόθεση της πολιτικής ηγεσίας είναι να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση και βαρύτητα στα κοινωνικά κριτήρια στο πλαίσιο μελλοντικής επανεξέτασης του συστήματος διορισμού των εκπαιδευτικών". Τη δήλωση αυτή έκανε στη Βουλή η υφυπουργός Παιδείας Ζέττα Μακρή και αντικατοπτρίζει όλο το αδιέξοδο, αλλά και την έλλειψη οράματος.
Το αδιέξοδο υπάρχει γιατί για μία ακόμη φορά τα τελευταία 23 χρόνια θα αλλάξει ο τρόπος διορισμού των εκπαιδευτικών, δείχνοντας ότι ως κοινωνία δεν έχουμε αποφασίσει για κρίσιμα θέματα όπως πως επιλέγονται όσοι διδάσκουν στα παιδιά μας, αλλά κάθε λίγο και λιγάκι αλλάζουμε τις προτεραιότητες στην επιλογή των εκπαιδευτικών, ανάλογα με το που φυσάει ο… αέρας.
Η έλλειψη οράματος είναι σαφής, αφού μετά από τόση κουβέντα περί αριστείας προκρίνεται η πριμοδότηση των εκπαιδευτικών που έχουν κοινωνικά κριτήρια (το αντίθετο της αριστείας δηλαδή), χωρίς να διασφαλίζεται ότι είναι οι ικανότεροι για το έργο που επιλέγονται. Όλο αυτό εντάσσεται μέσα στο γενικότερο πρόβλημα ότι δεν έχουμε αποφασίσει τι ζητάμε από τον δημόσιο τομέα: θέλουμε απόδοση ή θέλουμε οι διορισμοί να είναι bonus; Αν θέλουμε αποτελεσματικότητα πρέπει να προσλαμβάνονται οι καλύτεροι, αν θέλουμε κοινωνική δικαιοσύνη τότε τα κοινωνικά κριτήρια πρέπει να κυριαρχούν, αλλά μετά δεν θα μπορούμε να ζητάμε αποτελεσματικότητα. Προφανώς χρειαζόμαστε το συνδυασμό και να βρούμε το σημείο ισορροπίας μεταξύ των δύο, κάτι που δεν γίνεται όταν αλλάζουμε συνεχώς τον τρόπο επιλογής, αφού δεν προλαβαίνει να δοκιμαστεί και να βελτιωθεί και το αλλάζουμε.
Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται τα τελευταία χρόνια είναι τα ακαδημαϊκά, πτυχία, μεταπτυχιακά και άλλοι τίτλοι σπουδών, η προϋπηρεσία και τα κοινωνικά κριτήρια. Ό,τι και αν αποφασιστεί κάποιοι που υπερτερούν σε ένα από τα κριτήρια θα διαμαρτύρονται αν αυτό το κριτήριο δεν τεθεί ως το σημαντικότερο, γιατί οι θέσεις είναι λίγες και δεν φτάνουν για όλους. Συνεπώς δεν υπάρχει περίπτωση να είναι όλοι ευχαριστημένοι. Κάποιοι πάντα θα θεωρούν τους εαυτούς τους αδικημένους. Εδώ υπάρχει και το πρόβλημα με τους αναπληρωτές που επί 10 χρόνια γυρνούν όλη την Ελλάδα, κρατώντας όρθια τα σχολεία στην εποχή της κρίσης και τώρα απαιτούν το διορισμό τους και έχουν δίκιο. Γέρασαν γυρνώντας από νησί σε νησί.
Η διδασκαλία είναι η μεταβίβαση γνώσεων από το διδάσκοντα στον διδασκόμενο, όποια διδακτική μέθοδος και αν ακολουθείται. Πρέπει λοιπόν για να υπάρξει αυτή η μεταβίβαση γνώσεων να εγκαθιδρυθεί ένας δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ διδάσκοντα και διδασκομένου. Αν αυτός ο δίαυλος δεν λειτουργεί αδιάλειπτα δεν υπάρχει διδασκαλία.
Όλοι θυμόμαστε όταν περάσαμε από τα θρανία όλους τους τύπους καθηγητών. Θυμάμαι τον καθηγητή με τα μεταπτυχιακά που δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί μας και να μας εξηγήσει με αποτέλεσμα οι ώρες διδασκαλίας του να είναι χαμένες ώρες για εμάς τους, τότε, μαθητές. Θυμάμαι και τον άλλο που δεν είχε τη σιγουριά για τις γνώσεις του και σχεδίαζε το μάθημά του θέλοντας να μας μάθει και τα κατάφερνε πολύ καλύτερα από τον πρώτο.
Τα πολλά πτυχία, λοιπόν, δεν μας διασφαλίζουν ότι οι κάτοχοί τους είναι καλύτεροι και αξίζει να προηγούνται. Αντίστοιχα η προϋπηρεσία δηλώνει ότι δεν έχει συμβεί κάτι ακραίο, αλλά ούτε αυτή μας διασφαλίζει ότι ο εκπαιδευτικός είναι ικανός, αφού δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση που να πέρασε με επιτυχία, ώστε η προϋπηρεσία του να μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι είναι ικανός για τη διδασκαλία. Τα κοινωνικά κριτήρια μας δείχνουν ότι ο υποψήφιος για διορισμό έχει… ανάγκη να διοριστεί. Δεν μας επιτρέπουν ούτε υπόνοια να έχουμε ότι ο υποψήφιος είναι κατάλληλος ή όχι για να διδάσκει, ενώ τα άλλα δύο κριτήρια δείχνουν λίγο περισσότερα: τα πολλά πτυχία δείχνουν ότι έχουμε έναν άνθρωπο που του αρέσει η μελέτη και η προϋπηρεσία δείχνει ότι ο υποψήφιος έχει τις μίνιμουμ ικανότητες. Τα κοινωνικά κριτήρια δεν μας δείχνουν τίποτε απολύτως για τον υποψήφιο.
Τι μπορούμε να κάνουμε, ώστε να εξασφαλίσουμε ένα δίκαιο (κατά το δυνατό) σύστημα διορισμών; Το πρώτο είναι να μη το αλλάζουμε κάθε τόσο. Το δεύτερο είναι να ελέγξουμε αν ο εκπαιδευτικός είναι επαρκής για τη δουλειά. Αυτό μπορεί να μας το εξασφαλίσει, μέχρι ένα σημείο, το πιστοποιητικό παιδαγωγικής επάρκειας. Το τρίτο είναι να επιλέξουμε από τους επαρκείς τους καλύτερους, γιατί, όπως είπαμε, δεν φτάνουν οι θέσεις για όλους και συνεπώς κάποιοι ικανοί θα μείνουν εκτός. Το τρίτο μπορεί να γίνει μόνο μέσω διαγωνισμού στα αντικείμενα της δουλειάς του εκπαιδευτικού που είναι το γνωστικό αντικείμενο, η διδακτική του γνωστικού αντικειμένου και τα παιδαγωγικά. Πρόκειται, δηλαδή, για το γνωστό διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, που λειτούργησε για μία δεκαετία από το 1998 έως το 2008. Στη βαθμολογία του κάθε διαγωνιζομένου μπορεί να προστεθούν τα ακαδημαϊκά του προσόντα, η προϋπηρεσία του και τα κοινωνικά του κριτήρια, σε ένα πολύ μικρό ποσοστό, αφού το μεγαλύτερο μέρος θα πρέπει να αποτελείται από το βαθμό των εξετάσεων.
Το πιστοποιητικό παιδαγωγικής επάρκειας είχε προταθεί από το 1998, όπως και ο διαγωνισμός του ΑΣΕΠ, που ξεκίνησε τότε. Το πιστοποιητικό παιδαγωγικής επάρκειας θα μπορούσε να έχει προστεθεί στα προγράμματα σπουδών των λεγόμενων καθηγητικών σχολών, είτε ως κατεύθυνση, είτε ως προαιρετικό έτος σπουδών, γιατί οι δάσκαλοι και οι νηπιαγωγοί δεν το χρειάζονται, αφού περιλαμβάνεται στις σπουδές τους και να έχουμε εξασφαλίσει ότι όσοι τελείωσαν το Πανεπιστήμιο τα τελευταία 20 χρόνια το έχουν. Αυτό μαζί με το διαγωνισμό θα μπορούσε να μας εξασφαλίσει, αν όχι τους καλύτερους δασκάλους για τα παιδιά μας, τουλάχιστον πολύ καλούς. Γράφω αν όχι τους καλύτερους γιατί κάθε εξέταση δεν επιλέγει πάντα τους καλύτερους, υπάρχει και ένα ποσοστό αποτυχίας της εξέτασης.
Αυτή η ευκαιρία χάθηκε γιατί κάποιοι Υπουργοί Παιδείας τα πέταξαν όλα αυτά στο καλάθι των αχρήστων και φθάσαμε σήμερα να μιλά η Υφυπουργός Παιδείας για την έμφαση στα κοινωνικά κριτήρια. 20 χαμένα χρόνια, λοιπόν, στην επιλογή προσωπικού έχουν κοστίσει την εκπαίδευσή μας πολύ, γιατί προϋπόθεση της καλής εκπαίδευσης είναι η επιλογή του καλύτερου προσωπικού, αλλά μάλλον κανείς δε νοιάζεται. Μάλλον οι πολιτικοί μας ακόμη θεωρούν το διορισμό στο δημόσιο ως bonus, που πολύ θα ήθελαν να ελέγξουν, ώστε να διαιωνίζεται το πελατειακό κράτος. Αδιαφορούν για την αποτελεσματικότητα. Αν πράγματι ενδιαφέρονταν θα συμφωνούσαν τα κόμματα σε ένα μόνιμο τρόπο διορισμών, που δεν θα άλλαζε μαζί με την κάθε κυβέρνηση.
https://www.naftemporiki.gr/opinion/387676/ti-ekpaideftikous-theloume/