Διορισμοί εκπαιδευτικών στα μέσα της χρονιάς: Το πρόβλημα που τείνει να γίνει κανονικότητα
Πέμπτη, 30 Ιανουαρίου 2020
Του Στράτου Στρατηγάκη
Μαθηματικού - Ερευνητή
Μόλις στις 27/1/2020 το Υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε το διορισμό 2256 εκπαιδευτικών διαφόρων κατηγοριών στην Πρωτοβάθμια και τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Από αυτούς οι 500 στη γενική εκπαίδευση, δηλαδή σε πλήρη τμήματα 25 έως 28 μαθητών. Οι διορισμοί γίνονται μετά το τέλος του Α Τετραμήνου στα σχολεία. Δηλαδή πέρασε η μισή χρονιά, διανύουμε το Β Τετράμηνο, και ακόμη και τώρα διορίζονται δάσκαλοι και καθηγητές για να καλύψουν τα κενά που υπάρχουν από την αρχή της χρονιάς.
Μόνο από την έλλειψη των 500 εκπαιδευτικών επί περίπου 14 εβδομάδες και κατά μέσο όρο 20 ωρών διδασκαλίας (δεν είναι όλοι πλήρους ωραρίου) χάθηκαν περίπου 140.000 διδακτικές ώρες σε πλήρη τμήματα. Υπάρχουν και οι εκπαιδευτικοί της παράλληλης στήριξης που παρέχουν εξατομικευμένη διδασκαλία σε παιδιά με προβλήματα και άλλες κατηγορίες εκπαιδευτικών που διορίστηκαν σε διάφορες θέσεις έτσι ώστε να φτάσουμε στο συνολικό αριθμό των 2256 εκπαιδευτικών.
Κάθε χρόνο περίπου η ίδια ιστορία, άλλες φορές με λιγότερα προβλήματα και άλλες με περισσότερα. Η αλήθεια είναι ότι κάθε φορά που έχουμε κυβερνητική αλλαγή έχουμε μεγάλα προβλήματα. Όταν ανέλαβε Υπουργός Παιδείας ο κ. Φίλης το 2015 μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου αντιμετώπισε το χάος στα σχολεία, αφού το πρώτο διάστημα διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ άφησε τα σχολεία χωρίς οργάνωση. Είχε πει τότε ότι θα κριθεί το Σεπτέμβριο του 2016 για την έναρξη των σχολείων. Πράγματι η κατάσταση ήταν πολύ βελτιωμένη, όχι άριστα 20 όπως είχε πει ο τότε πρωθυπουργός, αλλά σίγουρα πολύ καλύτερη.
Τα προβλήματα που δημιουργούνται με τους διορισμούς αναπληρωτών στη διάρκεια του διδακτικού έτους δεν περιορίζονται μόνο στις χαμένες διδακτικές ώρες, αλλά είναι πολύ ευρύτερα. Το ωρολόγιο πρόγραμμα αλλάζει κάθε εβδομάδα, με αποτέλεσμα να μπερδεύονται τα παιδιά, να μη μπορούν να μπουν σε ένα ρυθμό, να αλλάζουν συχνά καθηγητές, να μην ξέρουν τι μάθημα έχουν την επόμενη μέρα.
Άπειρες ώρες ξοδεύονται στη δημιουργία διαφορετικού προγράμματος κάθε εβδομάδα και ανακοίνωσής του σε μαθητές και εκπαιδευτικούς. Το κύρος του σχολείου ως οργανωμένης κοινότητας καταρρακώνεται με τις συνεχείς αλλαγές και τα παιδιά, όπως και οι γονείς, υιοθετούν την άποψη ότι τίποτα δεν λειτουργεί, πράγμα που παίρνει μπάλα και τους εκπαιδευτικούς που λειτουργούν συνειδητά και σωστά.
Το αυτονόητο είναι ότι στις 11 Σεπτεμβρίου, που είναι η έναρξη της σχολικής χρονιάς, τα παιδιά πρέπει να παίρνουν τα βιβλία τους και το εβδομαδιαίο πρόγραμμα που δεν πρέπει να αλλάζει στη διάρκεια της χρονιάς. Για να συμβεί αυτό πρέπει όλοι οι εκπαιδευτικοί να βρίσκονται στις θέσεις τους και όλες οι διδακτικές ώρες να είναι συμπληρωμένες. Αυτό το αυτονόητο δεν είναι εφικτό στην Ελλάδα τόσες δεκαετίες τώρα. Είμαι περίεργος αν συμβαίνουν παρόμοια πράγματα σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.
Το πρόβλημα είναι διακομματικό, καθώς με όλες τις κυβερνήσεις συμβαίνει το ίδιο σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, δεκαετίες τώρα. Σίγουρα η οικονομική κρίση που μηδένισε τους διορισμούς για μια δεκαετία χειροτέρευσε τα πράγματα, αφού ο αριθμός των αναπληρωτών που χρειάζεται να προσληφθούν κάθε χρόνο για να λειτουργούν τα σχολεία είναι εξωπραγματικός, αλλά τώρα υπάρχουν ηλεκτρονικά εργαλεία, όπως το My school, που δείχνουν σε πραγματικό χρόνο τα κενά. Μέχρι, όμως, η νέα ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας να μάθει πως γίνεται, έχουμε ένα νέο Υπουργό Παιδείας, αφού αλλάζουμε ανά δύο χρόνια Υπουργό, και ξεκινάμε από την αρχή.
Είναι προφανές ότι η στελέχωση των σχολείων με τους απαραίτητους εκπαιδευτικούς δεν πρέπει να σχετίζεται με την εκάστοτε ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Είναι διοικητική πράξη που πρέπει να διεκπεραιώνεται από τους διοικητικούς υπαλλήλους, χωρίς να ασχολείται ο εκάστοτε Υπουργός με αυτό το θέμα. Η δουλειά του Υπουργού είναι να σχεδιάζει πολιτικές, που θα βελτιώνουν την εκπαίδευση, να παίρνει αποφάσεις που θα υλοποιούν αυτές τις πολιτικές και να αξιολογεί την αποτελεσματικότητά τους.
Όσο θα ασχολούμαστε με τα κενά που καλύπτονται στο τέλος της χρονιάς και κάποιες χρονιές δεν καλύφθηκαν καθόλου μέχρι τη λήξη του σχολικού έτους, όσο ασχολούμαστε με την ποσότητα, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στο επόμενο επίπεδο να ασχοληθούμε με την ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχουν τα σχολεία μας στους μαθητές τους. Μένουμε, δηλαδή, στάσιμοι, αν δεν κάνουμε βήματα προς τα πίσω, σ’ ένα κόσμο που αλλάζει ραγδαία και, φυσικά, το σχολείο δεν μπορεί να παρακολουθήσει καμία αλλαγή. Είναι παράλογο, λοιπόν, που στα μάτια των παιδιών το σχολείο είναι απαξιωμένο και η εικόνα των παιδιών για το σχολείο είναι κάθε χρόνο και χειρότερη;