Έχει σχέση η δυσκολία των θεμάτων με τη δυσκολία εισαγωγής στις ανώτατες σχολές;
ΣΤΡΑΤΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗΣ
Τρίτη, 11 Μαρτίου 2014
Τα δύσκολα θέματα αποτελούν το μεγαλύτερο φόβο των υποψηφίων για μια θέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Έχει σχέση η δυσκολία των θεμάτων με τη δυσκολία εισαγωγής στις ανώτατες σχολές; Αυτό το ερώτημα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε και να διαλύσουμε τις παρεξηγήσεις.
Οι πανελλήνιες εξετάσεις αποτελούν ένα διαγωνισμό συμπλήρωσης θέσεων. Συγκεκριμένα, το υπουργείο Παιδείας ορίζει πόσοι υποψήφιοι θα εισαχθούν σε κάθε σχολή ή τμήμα. Αν οι θέσεις των εισακτέων ήταν όσοι και οι υποψήφιοι, τότε θα εισάγονταν όλοι και έτσι θα είχαμε ελεύθερη πρόσβαση. Οι θέσεις, όμως, είναι πάντα λιγότερες από τους υποψηφίους. Ο αριθμός τους γνωρίζει διακυμάνσεις, ανάλογα με τις εκάστοτε επιλογές του υπουργείου Παιδείας. Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των εισακτέων είναι περίπου 65.000. Ο αριθμός αυτός τα τελευταία 15 χρόνια κυμαίνεται από 45.000 μέχρι 85.000. Ο αριθμός των επιτυχόντων που πέρυσι ήταν 58.808 μαζί με τον αριθμό των υποψηφίων, που πέρυσι ήταν 76.781 καθορίζει το βαθμό δυσκολίας εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση, που πέρυσι ήταν 76,35%, (οι αριθμοί αφορούν στην κατηγορία υποψηφίων του 90%).
Ανεξάρτητα από τη δυσκολία των θεμάτων εισήχθησαν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση οι πρώτοι 58.808 υποψήφιοι, αυτοί δηλαδή που πέτυχαν την υψηλότερη βαθμολογία. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα διαγωνισμό συμπλήρωσης θέσεων, που διεξάγει κάθε χρόνο το υπουργείο Παιδείας. Δεν έχει λοιπόν σημασία να γράψει ο υποψήφιος άριστα, αλλά να γράψει καλύτερα από τους άλλους υποψηφίους, ώστε να βρεθεί υψηλότερα στη λίστα των υποψηφίων, έχοντας συγκεντρώσει καλύτερη βαθμολογία. Τα δύσκολα θέματα έχουν ως συνέπεια να σημειώνονται χειρότερες επιδόσεις από τους υποψηφίους και να πέφτουν οι βάσεις. Τα εύκολα θέματα έχουν ως συνέπεια οι υποψήφιοι να πετυχαίνουν υψηλή βαθμολογία και να ανεβαίνουν οι βάσεις.
Το ζητούμενο από τα θέματα είναι να δημιουργείται μία ομαλή κατανομή των υποψηφίων στη βαθμολογική κλίμακα και να μην έχουμε ακραίες καταστάσεις, που ισοπεδώνουν τους υποψηφίους. Το 2008 το 43% των υποψηφίων έγραψε πάνω από 18 στη Φυσική της θετικής κατεύθυνσης, ενώ το 2013 το 2,45% των υποψηφίων έγραψε πάνω από 18 στα Μαθηματικά της Θετικής κατεύθυνσης. Και στις δύο περιπτώσεις δημιουργείται πρόβλημα καθώς ισοπεδώνονται οι υποψήφιοι, δεν ξεχωρίζουν δηλαδή οι άριστοι από τους πολύ καλούς. Μη ξεχνάμε ότι ο σκοπός των εξετάσεων δεν είναι να διερευνήσει τις γνώσεις των υποψηφίων, αλλά τους κατανείμει στη βαθμολογική κλίμακα. Στην περίπτωση της φυσικής το 2008, του μεγάλου δηλαδή αριθμού αριστούχων, η διαφορά κρίνεται από μικρολαθάκια στις πράξεις ή κάποια ελλιπή διατύπωση αδικώντας, πιθανόν, του διαβασμένους που έκαναν μία απροσεξία. Στην περίπτωση των μαθηματικών το 2013 η ισοπέδωση προς τα κάτω αδικεί τους διαβασμένους, που δεν κατάφεραν να λύσουν την άσκηση, όπως και οι αδιάβαστοι, που επίσης δεν έλυσαν τα θέματα, αφού δεν είχαν τις γνώσεις.
Στα Μαθηματικά της τεχνολογικής κατεύθυνσης το 51,36% έγραψε κάτω από 5 στα είκοσι αποδεικνύοντας ότι οι θεματοδότες δεν γνώριζαν το επίπεδο γνώσεων των μαθητών. Αν μάλιστα κοιτάξουμε και την άλλη άκρη της βαθμολογικής κλίμακας όπου πάνω από 18 έγραψε το 0,65% των υποψηφίων, επιβεβαιώνουμε το συμπέρασμα.
Το συμπέρασμα είναι, λοιπόν, ότι ο βαθμός δυσκολίας των θεμάτων δεν σχετίζεται με τη δυσκολία εισαγωγής στις ανώτατες σχολές, αλλά με την αυξομείωση των βάσεων. Γι’ αυτό δεν πρέπει να μας τρομάζουν τα δύσκολα θέματα, αντίθετα, πρέπει να τα επιζητούμε (σε λογικά πλαίσια), ώστε η επιτυχία να κρίνεται στις γνώσεις και όχι στις λεπτομέρειες.