Αναδιάταξη του χάρτη των ΑΕΙ της χώρας

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΛΑΚΑΣΑΣ

21.12.2020

Η Ελλάδα διαθέτει 23 πανεπιστήμια και ένα ΤΕΙ, με συνολικά 430 τμήματα. Ο ακαδημαϊκός χάρτης της χώρας μας είναι αποκαλυπτικός. Συνολικά 55 πόλεις –πρωτεύουσες νομών και κωμοπόλεις– διαθέτουν τουλάχιστον ένα τμήμα. Χρειάζεται όλα αυτά τα πανεπιστημιακά τμήματα η Ελλάδα, τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία η προηγούμενη κυβέρνηση, λίγο πριν από τις εθνικές εκλογές του 2019 διά χειρός του τέως υπουργού Παιδείας κ. Κώστα Γαβρόγλου άλλαξε τον χαρακτήρα των ΤΕΙ, εντάσσοντάς τα σε κάποιο πανεπιστήμιο; Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά ακυρώθηκε η βαθμίδα της ανώτατης τεχνολογικής εκπαίδευσης, χωρίς καμία στρατηγική μελέτη, αλλά με κυρίαρχη τη μικροπολιτική στόχευση. Η νυν ηγεσία του υπουργείου Παιδείας σχεδιάζει την αναδιάταξη του χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, κατόπιν εισήγησης της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ). «Το σχέδιο της αναδιάταξης δουλεύεται εδώ και καιρό», ανέφερε στην «Κ» υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Παιδείας, ενώ αναμένεται να παρουσιαστεί μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2021, όταν και θα έχει ολοκληρωθεί ο νέος νόμος-πλαίσιο για τα ΑΕΙ. Επίσης, τον Ιανουάριο τα πανεπιστήμια πρέπει να υποβάλουν στην ΕΘΑΑΕ τις προγραμματικές τους συμφωνίες με το υπουργείο Παιδείας για την ανάπτυξή τους την επόμενη τετραετία. Σε αυτές θα περιλαμβάνεται και η εξέλιξη του αριθμού των εισακτέων τους και του προσωπικού τους μέχρι την ακαδημαϊκή χρόνια 2024-2025. 

Ειδικότερα, βασικά κριτήρια για την επόμενη σελίδα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι οι στρατηγικοί στόχοι της εθνικής οικονομίας, η συγκέντρωση σχολών με ομοειδές αντικείμενο στην ίδια Περιφέρεια, οι προηγούμενες αξιολογήσεις των τμημάτων ΑΕΙ αλλά και οι νέες που γίνονται. Ουσιαστικά, θα μετρηθεί εάν υπάρχει υπερπληθώρα σχολών σε κάποιους επιστημονικούς κλάδους ή έλλειψη σε κάποιους (τόσο με βάση και τις ανάγκες της εθνικής οικονομίας αλλά και της ολοκλήρωσης της ακαδημαϊκής φυσιογνωμίας κάθε ΑΕΙ). Επίσης, μεταξύ των κριτηρίων είναι οι ανάγκες της οικονομίας σε κάθε Περιφέρεια, αλλά και η γεωγραφική διασπορά των τμημάτων. Υπάρχουν τμήματα σε πόλεις που ανήκουν σε άλλη Περιφέρεια από εκείνη του πανεπιστημίου τους. Ενδεικτικά, το τμήμα στο Καρπενήσι της Στερεάς Ελλάδος ανήκει στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αντίθετα, το τμήμα στη Λαμία (επίσης Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος) ανήκει στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Επίσης, το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου το 2019 απέκτησε σχολή Μηχανικών στην Πάτρα, ενώ στην αχαϊκή πρωτεύουσα λειτουργεί Πολυτεχνική Σχολή εδώ και πέντε δεκαετίες.

Ο νέος χάρτης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας θα προκύψει και από την ακαδημαϊκή αξιολόγηση των ΑΕΙ, μεταξύ των οποίων και τα τμήματα που λειτούργησαν για πρώτη φορά κατά το ακαδημαϊκό έτος 2019-2020, τα οποία δημιουργήθηκαν χωρίς να προϋπάρχει επαρκές εκπαιδευτικό και διοικητικό προσωπικό.

Μάλιστα, πρέπει να σημειωθεί ότι το 2019 προβλέφθηκε η ίδρυση επιπλέον 37 τμημάτων για μετά το 2020, τα οποία τελικά δεν προχώρησαν ύστερα από απόφαση της νυν ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας. 

Ωστόσο, το ποσοστό των αποφοίτων λυκείου που εισάγονται στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση είναι γύρω στο 80%, σχεδόν διπλάσιο σε σύγκριση με ό,τι ισχύει διεθνώς. Η χώρα μας, από την άλλη, κατατάσσεται στην τελευταία θέση στην Ευρώπη στον δείκτη του ποσοστού αποφοίτων επί του συνόλου των φοιτητών, με μόλις έναν στους δέκα φοιτητές να αποφοιτά κάθε χρόνο, σε αντίθεση με την Ευρώπη όπου το αντίστοιχο ποσοστό είναι ένας στους τέσσερις. «Παράλληλα, το 43,3% των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν απασχολείται σε θέσεις εργασίας που είναι ανάλογες των προσόντων. Την ίδια στιγμή, η επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση είναι ελλειμματική, με μόλις το 28% των σπουδαστών της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να την επιλέγει, όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 47%», ανέφερε ο αρμόδιος για την ανώτατη εκπαίδευση υφυπουργός Παιδείας, Βασίλης Διγαλάκης.

Το πρώτο βήμα για να ανατραπεί αυτό το προβληματικό και αντιφατικό τοπίο είναι, σύμφωνα με τον κ. Διγαλάκη, «η στρατηγική διαμόρφωση του χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης, ώστε τα προγράμματα σπουδών να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας και στις εξελίξεις της οικονομίας και της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης».

Οι αλλαγές στα ΑΕΙ θα δρομολογηθούν και μέσα από τις προγραμματικές συμφωνίες που θα συνάψουν με το υπουργείο Παιδείας και πρέπει να υποβάλουν τον Ιανουάριο, με στόχο να εφαρμοστούν από την επόμενη ακαδημαϊκή χρονιά. Τα πανεπιστήμια θα ορίζουν τον αριθμό των εισακτέων σε βάθος τετραετίας και θα χρηματοδοτούνται και με βάση την επίτευξη ποιοτικών στόχων, και όχι μόνο με αντικειμενικά κριτήρια όπως έως και το 2021. Δηλαδή το 80% της χρηματοδότησης των ΑΕΙ θα χορηγείται με βάση συγκεκριμένους, αντικειμενικούς δείκτες (π.χ. αριθμό εισακτέων, εκτιμώμενο κόστος ανά φοιτητή, διάρκεια προγραμμάτων σπουδών, εργαστήρια, διασπορά τμημάτων), ενώ το υπόλοιπο 20% θα χορηγείται με βάση τις επιδόσεις κάθε ΑΕΙ σε συγκεκριμένους δείκτες· μεταξύ αυτών είναι η επαγγελματική απορρόφηση των αποφοίτων, οι δράσεις εξωστρέφειας των ΑΕΙ, η αναλογία πτυχιούχων/εισερχόμενων φοιτητών, ο αριθμός των δημοσιεύσεων ανά καθηγητή, ο ρυθμός αποφοίτησης των φοιτητών, η πολιτική ενίσχυσης της απασχόλησης νέων ερευνητών και η δημιουργία θέσεων εργασίας στο ΑΕΙ.

«Προσομοίωση» των βάσεων εισαγωγής ΑΕΙ με το νέο σύστημα

Μεγάλος αριθμός των φετινών υποψηφίων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν θα πάρει το εισιτήριο, λόγω του ορίου εισαγωγής που θα θεσμοθετηθεί από το υπουργείο Παιδείας. Με βάση τα δεδομένα των Πανελλαδικών Εξετάσεων του 2020, λίγο περισσότερο από 17.000 υποψήφιοι δεν θα είχαν ξεπεράσει το κατώφλι της βαθμολογικής βάσης, εάν ίσχυε. Κάτι που υποδηλώνει την κατάσταση που θα δημιουργηθεί κατά τις προσεχείς Πανελλαδικές Εξετάσεις. Την ίδια στιγμή, σε σπαζοκεφαλιά στρατηγικής αλλά και τύχης θα μετατραπεί η συμπλήρωση του μηχανογραφικού δελτίου, καθώς υπάρχει κίνδυνος ένα λάθος να στερήσει την επιτυχία σε κάποιον, ο οποίος μάλιστα ενδέχεται να έχει συγκεντρώσει περισσότερες μονάδες από κάποιον επιτυχόντα. 

Ειδικότερα, το υπουργείο Παιδείας προωθεί δύο αλλαγές στο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ, οι οποίες θα ισχύσουν από τους υποψηφίους των Πανελλαδικών του προσεχούς Ιουνίου 2021. Πρόκειται για την καθιέρωση ελάχιστου ορίου εισαγωγής και τη συμπλήρωση του μηχανογραφικού σε δύο φάσεις. Το ελάχιστο όριο εισαγωγής σε κάθε τμήμα θα εξαρτάται από δύο παράγοντες: τον μέσον όρο των επιδόσεων του συνόλου των υποψηφίων του κάθε επιστημονικού πεδίου και έναν συντελεστή που θα επιλέξει κάθε τμήμα. Ο συντελεστής δεν θα είναι ένας για όλα τα τμήματα ΑΕΙ, αλλά κάθε τμήμα θα τον επιλέγει από ένα εύρος τιμών. Χωρίς να έχει «κλειδώσει» η απόφαση για το εύρος του συντελεστή, ο πρώτος σχεδιασμός των στελεχών του υπουργείου ανέφερε ότι θα κυμαίνεται μεταξύ 0,65 και 1,10 και θα πολλαπλασιάζεται με τον μέσον όρο των επιδόσεων των υποψηφίων.

Με βάση την επεξεργασία των στατιστικών στοιχείων των Πανελλαδικών του 2020 για τους μαθητές Γενικού Λυκείου από τον μαθηματικό-αναλυτή κ. Στράτο Στρατηγάκη, εάν πάρουμε το ευνοϊκότερο σενάριο για τους υποψηφίους (δηλαδή, τα τμήματα να επιλέξουν συντελεστή 0,65), τότε το ελάχιστο όριο εισαγωγής για τις σχολές και τα τμήματα του 1ου επιστημονικού πεδίου (ανθρωπιστικές και κοινωνικές σπουδές) το 2020 θα ήταν 7,21, για εκείνα του 2ου επιστημονικού πεδίου (θετικών και τεχνολογικών επιστημών) 7,4, του 3ου πεδίου (επιστήμες υγείας) 7,5 και του 4ου πεδίου (οικονομίας και πληροφορικής) 6,37. Με βάση αυτόν τον υπολογισμό (όπως φαίνεται και από τον πίνακα) στις περασμένες Πανελλαδικές Εξετάσεις 17.431 υποψήφιοι θα ήταν κάτω από το κατώφλι εισαγωγής. Λόγω έλλειψης θέσεων στα ΑΕΙ δεν θα περνούσαν 9.264, άρα η βάση θα «έκοβε» περί τις 8.200 υποψηφίους.

«Η άμεση συνέπεια του μέτρου θα είναι η ακόμη μαζικότερη στροφή των αδύνατων μαθητών προς το 4ο πεδίο, οι χαμηλές επιδόσεις στο οποίο δίνουν μεγαλύτερη σιγουριά στους αδύνατους μαθητές. Αυτό θα έχει ως συνέπεια να “ερημώσει” από υποψηφίους το 2ο και το 3ο πεδίο, με αποτέλεσμα να έχουμε χιλιάδες αδιάθετες θέσεις, και το κλείσιμο τμημάτων. Ενα ακόμη θέμα είναι ποιο θα είναι το ελάχιστο όριο εισαγωγής στα τμήματα που είναι κοινά σε περισσότερο από ένα πεδίο. Πρόκειται για το 34% των τμημάτων», ανέφερε στην «Κ» ο κ. Στρατηγάκης.

Το δεύτερο μέτρο που ανακοίνωσε το υπουργείο Παιδείας είναι η αλλαγή στον τρόπο δήλωσης των σχολών στο μηχανογραφικό δελτίο. Οι υποψήφιοι θα αποφασίζουν τις σχολές σε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση θα δηλώνουν λίγες σχολές για τις οποίες θα έχουν πιάσει το όριο εισαγωγής. Αν δεν πετύχουν σε καμία από τις επιλογές τους στην πρώτη φάση, θα μπορούν να δηλώσουν στη δεύτερη φάση τα τμήματα στα οποία περίσσεψαν θέσεις, ελπίζοντας να εισαχθούν σ’ αυτά. Στόχος, σύμφωνα με το υπουργείο Παιδείας, είναι να δοθεί έμφαση στη στοχοθεσία εκ μέρους των υποψηφίων για την επιλογή σπουδών.

«Το σύστημα αυτό είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και θα δημιουργήσει προβλήματα στους υποψηφίους, καθιστώντας τη συμπλήρωση του μηχανογραφικού δελτίου πολύ δύσκολη υπόθεση, γιατί θα πρέπει να συνυπολογίσει ο υποψήφιος τη ζήτηση που θα έχει κάθε τμήμα από τους υπόλοιπους υποψηφίους», δηλώνει ο κ. Στρατηγάκης. Ενα παράδειγμα: Υποψήφιος συγκεντρώνει 8.000 μόρια και επιθυμεί την εισαγωγή του σε τμήμα Παιδαγωγικών ή Φιλολογίας. Η χαμηλότερη βάση στο Παιδαγωγικό το 2020 ήταν στο τμήμα της Αλεξανδρούπολης, 11.800 μόρια, και η χαμηλότερη βάση στη Φιλολογία Κομοτηνής, 7.700 μόρια. Το δίλημμα είναι το εξής: Ο υποψήφιος να δηλώσει τα Παιδαγωγικά, που επιθυμεί περισσότερο, αλλά μπορεί να μην εισαχθεί λόγω μορίων και να ρισκάρει μετά στη δεύτερη φάση να μην υπάρχει κενή θέση στις Φιλολογίες ή να δηλώσει τις Φιλολογίες στην πρώτη φάση, όπου έχει περισσότερες πιθανότητες να εισαχθεί, αποφεύγοντας τον κίνδυνο να μείνει εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης; Οπως λέει ο κ. Στρατηγάκης, «αναμένεται να δούμε υποψηφίους να εισάγονται σε τμήματα με λιγότερα μόρια από κάποιους άλλους που θα έχουν περισσότερα μόρια και θα μένουν εκτός ΑΕΙ. Ο παράγων τύχη και η σωστή εκτίμηση θα καταστούν βασικά στη συμπλήρωση του μηχανογραφικού, κάτι που είναι άδικο».

https://www.kathimerini.gr/society/561201994/anadiataxi-toy-charti-ton-aei-tis-choras/