Πρώτη επιλογή, σχολή κοντά στο σπίτι
Δημοσιεύτηκε 26/6/2011
Tου Aποστολου Λακασα
Η επίδραση του... Μνημονίου είναι εμφανής στις επιλογές των φετινών υποψηφίων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ» αλλά και από δηλώσεις εκπαιδευτικών και υποψηφίων, προκύπτει ότι πολλοί κατά την κατάρτιση του μηχανογραφικού τους δελτίου επιλέγουν σχολές στον τόπο κατοικίας τους, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα σχολές της επαρχίας, έστω κι αν αυτές έχουν το αντικείμενο πρώτης επιλογής τους.
«Κατά τη διάρκεια των εξετάσεων, σκέφτηκα σοβαρά το κόστος σπουδών στην περίπτωση που περνούσα σε κάποια σχολή της επαρχίας. Χωρίς οι γονείς να μου πουν κάτι, ομολογώ ότι το έλαβα υπόψη», λέει στην «Κ» ο Αντώνης Αλβέρτος, ο οποίος αρίστευσε, και με 19.560 μόρια εισάγεται στο ΕΜΠ.
«Με τα μόρια που συγκέντρωσα εκτιμώ ότι μπορεί να εισαχθώ στη Νομική Θράκης, που βρίσκεται στην Κομοτηνή. Ομως, τελικά, αμέσως μετά τη Νομική Αθηνών θα δηλώσω το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών», δήλωσε στην «Κ» η υποψήφια Κατερίνα Τριανταφύλλου. Ο λόγος είναι προφανής. Το κόστος σπουδών σε κάποιο περιφερειακό πανεπιστήμιο υπολογίζεται σε περίπου 60.000 ευρώ για πέντε χρόνια σπουδών, που είναι η συνήθης μέση διάρκεια σπουδών.
Μια άλλη επίπτωση της κρίσης στις επιλογές των υποψηφίων είναι ότι πολλοί «προσπερνούν» τις σχολές που έχουν ως κύρια επαγγελματική διέξοδο τον δημόσιο τομέα, στον οποίο οι προσλήψεις τα επόμενα χρόνια θα γίνονται με το σταγονόμετρο. «Φυσικά και πολλοί υποψήφιοι δεν επέλεξαν τις αντίστοιχες σχολές. Βέβαια, είναι λάθος ένας νέος να κρίνει μία θέση εργασίας από την εξασφάλιση που προσφέρει. Νομίζω ότι πρώτο κριτήριο για μια δουλειά είναι τα περιθώρια δημιουργικότητας που δίνει», λέει ο Αντώνης Αλβέρτος. Στο ίδιο πλαίσιο, ενδεικτικό είναι ότι φέτος παρατηρήθηκε μείωση των υποψηφίων -36.736 υποψήφιοι έναντι 37.999 πέρυσι- που επέλεξαν τη θεωρητική κατεύθυνση. Πρόκειται για την κατεύθυνση που οδηγεί στις σχολές των ανθρωπιστικών επιστημών (φιλολογίες, παιδαγωγικά κ.ά.), με δύσκολες επαγγελματικές προοπτικές, καθώς αντανακλούν κυρίως τις θέσεις του δημόσιου τομέα.
Αντίστροφα, φέτος περισσότεροι υποψήφιοι συγκριτικά με πέρυσι προτίμησαν τη θετική κατεύθυνση (11.610 φέτος έναντι 11.316 πέρυσι). Δηλαδή, μία κατεύθυνση με υψηλό ανταγωνισμό, η οποία όμως οδηγεί σε σχολές με καλές επαγγελματικές προοπτικές (π.χ. ιατρικές και πολυτεχνεία). Επίσης, σταθερό παραμένει το ενδιαφέρον για τις οικονομικές σπουδές.
Βέβαια, εκτός από τον γρίφο της επιλογής σχολών, οι υποψήφιοι (και οι γονείς τους) προβληματίζονται ή «αστοχούν» και με τη σειρά των σχολών που δηλώνουν. Το συχνότερο λάθος που κάνουν είναι ότι θεωρούν πως αν δηλώσουν πρώτη μια σχολή, αποκτούν πλεονέκτημα για την εισαγωγή σε αυτή έναντι των υπολοίπων υποψηφίων. Ομως, όπως τόνισε στην «Κ» ο εκπαιδευτικός-αναλυτής κ. Στράτος Στρατηγάκης, αποκλειστικό κριτήριο για την εισαγωγή είναι η απόδοση του υποψηφίου. Εκτός από τις στρατιωτικές και αστυνομικές σχολές (και αυτό μόνο σε περίπτωση ισοβαθμίας), στις άλλες περιπτώσεις δεν έχει σημασία αν ο υποψήφιος έχει βάλει π.χ. πρώτη ή δέκατη τη σχολή, αλλά μόνο αν συγκεντρώνει τα απαιτούμενα μόρια για να εισαχθεί σε αυτή και δεν έχει βάλει άλλη σχολή με απαιτούμενα λιγότερα μόρια πριν από αυτήν. Τέλος, πονοκέφαλος αποδεικνύεται και η συμπλήρωση και κατάθεση του μηχανογραφικού δελτίου, που από φέτος γίνεται ηλεκτρονικά. Πολλοί υποψήφιοι δεν αποθηκεύουν τα σχέδια των μηχανογραφικών που κάνουν μέσα στο σύστημα του υπ. Παιδείας, ενώ άλλοι συμπληρώνουν πολλά πρόχειρα μηχανογραφικά με συνέπεια να χάνονται στον λαβύρινθο των 500 σχολών και τμημάτων των ΑΕΙ.