Η οικονομία των νέων σχολικών βιβλίων
Δημοσιεύτηκε 22/10/2006
Του Στράτου Στρατηγακη
Η καινούργια σχολική (απεργιακή έως τώρα) χρονιά ξεκίνησε, τα καινούργια βιβλία έφτασαν στα σχολεία αρχές Σεπτεμβρίου, η περιέργεια όλων των δασκάλων και καθηγητών ικανοποιήθηκε.
Πρώτες εντυπώσει θετικές. Σύγχρονα, καλαίσθητα, δεν είναι πια ξερά και απωθητικά, έγχρωμα, κάνουν εμφανή προσπάθεια να κερδίσουν τον μαθητή. Τα επιμορφωτικά σεμινάρια πέρασαν χωρίς να καταφέρουν να μας εισάγουν στον καινούργιο τρόπο δουλειάς που έφεραν τα νέα βιβλία. Γιατί τα καινούργια βιβλία βάζουν τον μαθητή να ψάξει για να βρει τις πληροφορίες που χρειάζεται. Σίγουρα είναι ο καλύτερος τρόπος μάθησης, πολύ καλύτερος από τον παραδοσιακό τρόπο της «ξερής» παράδοσης, που όλοι θυμόμαστε να κάνουν βαρετές τις ώρες μας στο σχολείο, όταν ήμασταν κι εμείς μαθητές.
Μετά το πρώτο θετικό μήνυμα, όταν ο κάθε δάσκαλος και καθηγητής έμεινε μόνος στο σπίτι για να προετοιμάσει το μάθημά του, ο αρχικός ενθουσιασμός χάθηκε. Οι συνάδελφοι άρχισαν να γκρινιάζουν ότι είναι πολύ «πυκνά» τα νέα βιβλία. Μη έχοντα άμεση επαφή, αφού τα βιβλία των Μαθηματικών θα αλλάξουν του χρόνου, προσπαθούσα να καταλάβω την αιτία της γκρίνιας.
Οι προδιαγραφές
Στην αρχή σκέφτηκα ότι είναι η αδράνεια που δυσκολεύει κάθε αλλαγή, που φέρνει την άρνηση υιοθέτησης των «νέων» μεθόδων. Μετά σκέφτηκα ότι είναι η κούραση από την επιπλέον δουλειά στο σπίτι, που απαιτεί κάθε νέο βιβλίο. Οι γκρίνιες όμως πύκνωναν για τα «πυκνά» βιβλία, που δεν έχουν το ένα ούτε το άλλο. Αφού το θέμα αφορούσε όλα τα βιβλία σίγουρα δεν έφταιγαν οι συγγραφείς. Αν το πρόβλημα ήταν οι συγγραφεί, τότε μερικά βιβλία θα ήταν καλά και μερικά θα είχαν το πρόβλημα της «πυκνότητας». Το πρόβλημα λοιπόν είναι στις προδιαγραφές της συγγραφής τους.
Aς δούμε τα πράγματα από την αρχή. Το 2001 αποφασίζει το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο την αλλαγή των βιβλίων της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, που είχαν ήδη συμπληρώσει μια εικοσαετία ζωής και ήταν επιτακτική πια ανάγκη η αλλαγή τους. Συντάσσεται λοιπόν από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Σπουδών και το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών για κάθε μάθημα. Παράλληλα ορίζονται και οι προδιαγραφές των σχολικών βιβλίων. Όλη αυτή η δουλειά αποτέλεσε δύο υπουργικές αποφάσεις, που υπογράφηκαν από τον τότε υπουργό Παιδεία Πέτρο Ευθυμίου τον Φεβρουάριο του 2003 και απετέλεσαν τα ΦΕΚ 303 και 304 τεύχος δεύτερο στις 13/03/2003./
Aς δούμε μερικές από τις προδιαγραφές των βιβλίων: «Το κείμενο θα πρέπει να κατέχει ποσοστό 40% tns σελίδας. Ο υπόλοιπος χώροςθα καλύπτεται με απεικονίσεις, αλλά και υποστηρικτικά - βοηθητικά κείμενα». Πολύ σωστά για να είναι ευχάριστο και ευανάγνωστο το κείμενο. Προχωράμε: «Όσον αφορά το μέγεθος του βιβλίου σε αριθμό σελίδων θα πρέπει η παράμετρος αυτή να συνδέεται με τη βαθμίδα της εκπαίδευσης (Δημοτικό, Γυμνάσιο), τις τάξεις στις οποίες απευθύνονται τα βιβλία και τις ώρες εβδομαδιαίας διδασκαλίας». Νομίζω πως όλοι συμφωνούμε σ' αυτό. Ορίζεται αμέσως παρακάτω ότι για το Γυμνάσιο για βιβλίο μαθήματος που διδάσκεται δύο ώρες την εβδομάδα το βιβλίο πρέπει να είναι περίπου 150 σελίδες, ενώ για βιβλίο μαθήματος που διδάσκεται τέσσερα ώρες την εβδομάδα πρέπει να είναι περίπου 200 σελίδες.
Προβλήματα αριθμητικής
Από εδώ πηγάζουν τα περισσότερα από τα προβλήματα που δημιουργούν τα νέα βιβλία. Το σχολικό έτος διαρκεί περίπου 25 εβδομάδες «καθαρού» μαθήματος. Αυτό σημαίνει ότι ο καθηγητής που διδάσκει ένα μάθημα δύο ωρών την εβδομάδα θα διδάξει το συγκεκριμένο μάθημα 50 φορές, που σημαίνει σε ένα βιβλίο 150 σελίδων ότι αντιστοιχούν τρεις (!) σελίδες για κάθε διδακτική ώρα. Για μάθημα τέσσερις ωρών την εβδομάδα αντιστοιχούν δύο(!) σελίδες σε κάθε διδακτικά ώρα. Θυμηθείτε ότι το κείμενο πρέπει να καλύπτει 40 % - 50 % της σελίδας και οι αριθμοί γίνονται 1,5 και 1 σελίδα αντίστοιχα! Νομίζω ότι αυτό είναι παράλογο, αλλά δικαιολογεί πλήρως την αίσθηση των συναδέλφων ότι είναι πολύ «πυκνά» τα βιβλία. Ως σύγκριση να αναφέρω ότι τα παλιά βιβλία για μάθημα τεσσάρων ωρών είχαν 300 έως 350 σελίδες, μικρότερου μεγέθους, αλλά μεγαλύτερης κάλυψης, που μας φέρνει στα ίδια.
Δυστυχώς το πρόβλημα είναι τεράστιο γιατί αφορά όλα τα νέα βιβλία κι όχι μόνο μερικά.
Τα σχολικά βιβλία εκτυπώνονται σε 120.000 αντίτυπα το καθένα. Με μέτριους υπολογισμούς 10 βιβλία σε κάθε τάξη·9 οι τάξεις Δημοτικού και Γυμνασίου μας κάνουν 10.800.000 βιβλία κάθε χρόνο. Αν κόψετε 50 σελίδες από το καθένα φαντάζεστε πόσο πολύ μειώνονται τα έξοδα εκτύπωσης κάθε χρόνο; Η Ευρωπαϊκή Ένωση πλήρωσε λοιπόν το 75% των εξόδων συγγραφής των βιβλίων, αλλά τα εκτυπωτικά έξοδα κάθε χρόνο βαρύνουν αποκλειστικά το Δημόσιο. Ιδού ένα παράδειγμα μείωσης των πόρων για την εκπαίδευση, στο οποίο δεν θα είχα καμία αντίρρηση, αν δε δημιουργούσε δυσλειτουργία, την οποία θα κληθεί να λύσουν οι δάσκαλοι και ο καθηγητές μέσα στην τάξη. Οι δυσκολίες των μαθητών θα αυξηθούν, πολλά παιδιά θα κατέβουν από το «τρένο της γνώσης» κι εμείς που ζούμε στις αίθουσες διδασκαλίας θα βλέπουμε πιο πολλά παιδικά μάτια γεμάτα απορία. Ευχαριστούμε...