Αναδιάρθρωση «στο πόδι»

ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ

 

Δημοσιεύτηκε 12/1/2014

 

«Το Σχέδιο ΑΘΗΝΑ προβαίνει σε πολυάριθμες συγχωνεύσεις και καταργήσεις Τμημάτων, χωρίς μάλιστα να έχει λάβει υπόψη ακαδημαϊκές προϋποθέσεις, οικονομίες κλίμακας και πρόδηλους εθνικούς αναπτυξιακούς στόχους». Η γνωμοδότηση αυτή διατυπώθηκε στην ετήσια έκθεση πεπραγμένων από την ΑΔΙΠ (Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση), την ανεξάρτητη διοικητική αρχή που σκοπό έχει τη διασφάλιση της ποιότητας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Η γνωμοδότηση αυτή επιβεβαιώνει, με τον πλέον επίσημο τρόπο, όσα γράφαμε από τη δημοσίευση της πρότασης του σχεδίου «Αθηνά», ότι η αναδιάρθρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης γίνεται «στο πόδι», με μοναδικό στόχο να μειωθεί το κόστος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, κλείνοντας όπως όπως όσα περισσότερα τμήματα γίνεται με τις λιγότερες δυνατές αντιδράσεις. Χάνεται, έτσι, η ευκαιρία να γίνει ο ανασχεδιασμός του χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με λογική και σχέδιο, που θα επέτρεπε να ελπίζουμε σε υγιή ανάπτυξη. Το ίδιο ακριβώς, όμως, συμβαίνει σε όλο το δημόσιο τομέα, που υποτίθεται ότι αναδιαρθρώνεται, ενώ απλώς διαλύεται. Οι ευκαιρίες που χάνονται δεν ξαναβρίσκονται, αφού όταν γκρεμίσεις χωρίς σχέδιο μετά δεν μπορείς να χτίσεις πάνω στα συντρίμμια.

Αναφέρει και άλλα ενδιαφέροντα η έκθεση, που αποδεικνύουν ότι προχωράμε χωρίς σχέδιο και, συνεπώς, θα καταλήξουμε σε ακόμη ένα λάθος, που θα χειροτερεύσει ακόμη περισσότερο την κατάσταση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας: «Οι διατυπωμένοι γενικοί στόχοι του Σχεδίου ΑΘΗΝΑ, που αφορούν την ανάπτυξη θεματικών θυλάκων αριστείας, την επίτευξη οικονομιών κλίμακας, την προώθηση της έρευνας και καινοτομίας και την ανάπτυξη ανταγωνιστικού ανθρώπινου δυναμικού στον ευρωπαϊκό χώρο με συγχωνεύσεις Ιδρυμάτων και Τμημάτων συγγενών ως προς το γνωστικό αντικείμενο είναι αναμφισβήτητα ορθοί.

»Η επίτευξη όμως των στόχων αυτών προϋποθέτει:

α) την ύπαρξη εθνικής αναπτυξιακής στοχοθεσίας, η οποία δεν υφίσταται

β) την ύπαρξη εθνικής στρατηγικής έρευνας και καινοτομίας, η οποία επίσης δεν υφίσταται».

Και επισημαίνει: «Το Σχέδιο ΑΘΗΝΑ δεν συνοδεύεται από διατυπωμένη συλλογιστική της προσέγγισης του προβλήματος με στοχοθεσία και μεθοδολογία επίτευξής της. [...] Επομένως, η πρόταση του Σχεδίου αφορά τμήμα μόνον των αναγκαίων παρεμβάσεων στα ΑΕΙ και δεν αποτελεί μέρος ενός δομημένου και διαρθρωμένου συνολικού μεταρρυθμιστικού σχεδίου. [...]Το όλο εγχείρημα παραγωγής του Σχεδίου δεν χαρακτηρίζεται από ενιαία εφαρμογή των κριτηρίων. Η υπολογιζόμενη αύξηση του αριθμού των εισακτέων στα Πανεπιστήμια και μείωσή τους στα ΤΕΙ δε φαίνεται να συμβάλλει στη βελτίωση της ποιότητας των ΑΕΙ αλλά ούτε και στην εξυπηρέτηση των αναγκών της χώρας».

Ανάμεσα στα άλλα η έκθεση προτείνει λύση για τα τμήματα χαμηλής ζήτησης των ΤΕΙ: «Η Πολιτεία θα πρέπει να επανακαθορίσει, σε συνεννόηση με τα ΑΕΙ, το πλαίσιο διάρκειας σπουδών και τίτλων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μερικά Τμήματα σε Πανεπιστήμια, κυρίως όμως σε ΤΕΙ, που παρουσιάζουν ισχνή ακαδημαϊκή οντότητα, μπορούν να μετατραπούν σε 3ετούς ή και 2ετούς διάρκειας. Θα αυξηθεί έτσι η ποικιλία ''διαδρομών εκπαίδευσης'' και αντίστοιχων τίτλων (και επαγγελματικών δικαιωμάτων), ώστε να βρίσκουν κατάλληλου επιπέδου και διαρκείας εκπαίδευση όλοι όσοι επιθυμούν να προχωρήσουν μετά το Λύκειο τις σπουδές τους. Επίσης, Τμήματα (κυρίως των ΤΕΙ) που βρίσκονται αποκομμένα γεωγραφικά θα μπορούσαν, εφόσον ισχύουν και άλλες προϋποθέσεις, να μετατραπούν σε επαγγελματικά ''σχολεία'' ανώτερης εκπαίδευσης υπό την αιγίδα του αντίστοιχου ΑΕΙ. Σημειώνεται ότι στον ν. 4009/11 (αρθρο 5 § λα) αναφέρονται προγράμματα σπουδών ''σύντομου κύκλου'' στα ΑΕΙ».

Μερικά ΤΕΙ έχουν είναι ιδιαίτερα ελκυστικά και αυτό φαίνεται από το πλήθος των υποψηφίων που τα έχουν ως πρώτη προτίμηση, αλλά και από τη βάση τους, που μερικές φορές είναι υψηλότερη από πανεπιστημιακών τμημάτων. Στον αντίποδα υπάρχουν και ΤΕΙ χαμηλής ζήτησης που έχουν πολλούς εγγεγραμμένους και λίγους φοιτούντες και αποφοίτους. Η πρόταση της ΑΔΙΠ αναφέρεται σε αυτά ακριβώς τα ΤΕΙ και θα έπρεπε να σταθεί αφορμή για συζήτηση, ώστε να βρεθεί η καλύτερη δυνατή λύση. Βέβαια, καμία συζήτηση δε γίνεται, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να δοθεί κάποια λύση που θα είναι προϊόν απόφασης ειλημμένης κάτω από χρονική πίεση και προφανώς θα είναι λάθος, όπως όλα όσα γίνονται την τελευταία τριετία χωρίς σχέδιο και άρα χωρίς ελπίδα.