Νέο τοπίο στις σπουδές φέρνει το μνημόνιο 3

του Στράτου Στρατηγάκη

 

Δημοσιεύτηκε 25/11/2012

 

Ο ορισμός των κολεγίων έχει αλλάξει τρεις φορές μέχρι τώρα. Την πρώτη φορά με το νόμο του κ. Στυλιανίδη το 2008 νομοθετήθηκε το χάος, τη δεύτερη φορά με το νόμο της κας Διαμαντοπούλου το 2011 και τώρα με το μνημόνιο 3, που πρόσφατα ψηφίστηκε. Η τελευταία διατύπωση του ορισμού υπερβαίνει τις υποχρεώσεις μας έναντι της ΕΕ, που απέρρεαν από την οδηγία 36/2005. Η απαίτηση της ΕΕ από την Ελλάδα ήταν να επιτρέπει τη συνεργασία των ελληνικών κολεγίων με τα πανεπιστήμια της ΕΕ για την παροχή πτυχίων των πανεπιστημίων της ΕΕ με σπουδές στα κολέγια στην Ελλάδα και την αναγνώριση των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων.

Τώρα, μετά την απαίτηση της τρόικας, τα πανεπιστήμια με τα οποία συνεργάζονται τα κολέγια δεν είναι μόνο των χωρών της ΕΕ, αλλά από οποιαδήποτε ήπειρο. Επίσης, τα πτυχία που χορηγούν τα κολέγια αναγνωρίζονται ως επαγγελματικά ισοδύναμα των ΑΕΙ και ΤΕΙ της Ελλάδας. Αυτό σημαίνει ότι οι κάτοχοί τους μπορούν να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα αντιστοιχεί στο πτυχίο που κατέχουν, μπορούν να διορίζονται στο Δημόσιο (δυνατότητα κενή περιεχομένου, προς το παρόν, αφού στο Δημόσιο γίνονται μόνο απολύσεις), μπορούν να κάνουν μεταπτυχιακές σπουδές στα κολέγια σε προγράμματα που δεν παρέχονται από πανεπιστήμια, αλλά είναι πιστοποιημένα από διεθνείς οργανισμούς.

Μέχρι τώρα τα πτυχία των κολεγίων δεν τύγχαναν ακαδημαϊκής αναγνώρισης. Ούτε τώρα θα την έχουν, αλλά πια δεν τη χρειάζονται, αφού θα μπορούν οι απόφοιτοι των κολεγίων να κάνουν μεταπτυχιακές σπουδές στα ίδια τα κολέγια. Η μόνη δυνατότητα που δε θα έχουν είναι να γίνουν καθηγητές στα ελληνικά πανεπιστήμια.

Διαβάστε το νεότερο ορισμό, όπως γράφεται στο μνημόνιο 3 και άλλαξε λίγες μέρες μετά με τη δεύτερη πράξη νομοθετικού περιεχομένου:

α. Τα κολέγια είναι πάροχοι υπηρεσιών μη τυπικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης, που παρέχουν κατ' αποκλειστικότητα σπουδές βάσει συμφωνιών πιστοποίησης (validation) και δικαιόχρησης (franchising) με ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής, αναγνωρισμένα από τις αρμόδιες αρχές στη χώρα που εδρεύουν, οι οποίες οδηγούν σε πρώτο πτυχίο (bachelor) τουλάχιστον τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης ή μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών.

β. Επίσης περιλαμβάνονται στη συγκεκριμένη κατηγορία (κολέγια) πάροχοι υπηρεσιών μη τυπικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης, τα προγράμματα σπουδών των οποίων οδηγούν σε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, εφόσον αυτά τα συγκεκριμένα προγράμματα σπουδών έχουν πιστοποίηση (accreditation) από διεθνείς οργανισμούς πιστοποίησης. Με απόφαση του υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού ορίζονται οι διεθνείς οργανισμοί πιστοποίησης.

γ. Τα πτυχία, οι τίτλοι, οι βεβαιώσεις, τα πιστοποιητικά σπουδών και οποιασδήποτε ονομασίας βεβαίωση που χορηγούν τα κολέγια των στοιχείων α' και β' της παρούσας παραγράφου δύνανται της αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων ανώτατης εκπαίδευσης του ελληνικού συστήματος τυπικής εκπαίδευσης σύμφωνα με τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις (σ.σ. που περιγράφονται σε άλλο σημείο)».

Τα ερωτήματα που δημιουργούνται είναι πολλά:

Πρώτο ερώτημα είναι τι σχέση έχει αυτό με το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ελλάδας. Προφανώς καμία.

Δεύτερο ερώτημα είναι γιατί πρέπει να κάνουμε κάτι πέρα από τις υποχρεώσεις μας έναντι της ΕΕ. Ποιοι ευνοούνται; Προφανώς οι Ηνωμένες Πολιτείες, που έχουν ισχυρό σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που αποτελεί εξαγώγιμο προϊόν. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι αυτό αποτελούσε αίτημα της… Νιγηρίας. Πιθανό όμως να αποτελεί αίτημα ημεδαπών επιχειρηματιών, που συνεργάζονται με πανεπιστήμια εκτός ΕΕ, δηλαδή των ΗΠΑ, ή που δε συνεργάζονται με κανένα ξένο πανεπιστήμιο και θέλουν τα πτυχία τους να αναγνωριστούν.

Τρίτο ερώτημα είναι πώς νομοθετούνται πράγματα που προφανώς είναι αντισυνταγματικά, αφού το άρθρο 16 του Συντάγματος αναφέρει: «H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση».

Τέταρτο ερώτημα είναι πώς θα διαμορφωθεί το νέο τοπίο στις σπουδές και τις επαγγελματικές διεξόδους των σημερινών νέων.

Υπάρχουν δύο δυνατότητες πλέον για όσους θέλουν να σπουδάσουν: ο ένας δρόμος περιλαμβάνει συμμετοχή στις ανταγωνιστικές πανελλήνιες εξετάσεις, όπου μόνον ένας στους έξι υποψηφίους πετυχαίνει στη σχολή της πρώτης του επιλογής, δωρεάν σπουδές σε πανεπιστήμια που λειτουργούν χωρίς χρήματα και υποδομές και πτυχία φυσικά πλήρως αναγνωρισμένα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Μεταπτυχιακά με δίδακτρα και διδακτορικά. Ο οικονομικός στραγγαλισμός που έφερε το κούρεμα των ομολόγων στα ελληνικά πανεπιστήμια, οι απολύσεις του προσωπικού τους, που δρομολογούνται, και η λεηλασία της περιουσίας τους, που θα ακολουθήσει, θα τα αναγκάσει, πολύ σύντομα, να θεσπίσουν δίδακτρα και στις προπτυχιακές σπουδές.

Ο άλλος δρόμος, μέσω των κολεγίων, περιλαμβάνει παράκαμψη των πανελλήνιων εξετάσεων (ας μην ξεχνάμε ότι ήδη έχει θεσπιστεί η απόκτηση του απολυτηρίου λυκείου χωρίς συμμετοχή στις πανελλήνιες εξετάσεις), εγγραφή στη σχολή της αρεσκείας του υποψηφίου με δίδακτρα, απόκτηση πτυχίου και συνέχιση με μεταπτυχιακά στην Ελλάδα ή το εξωτερικό.

Πολλοί γονείς που μένουν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη θα σκεφτούν ότι αντί να ξοδεύουν τα χρήματά τους για να νοικιάσουν και να συντηρούν σπίτι για σπουδές σε μια σχολή της επαρχίας, που δεν είναι αυτή που ονειρεύτηκε το παιδί τους, ίσως είναι καλύτερα να δώσουν αυτά τα χρήματα για τα δίδακτρα σε ένα κολέγιο και να σπουδάσει το παιδί τους αυτό που θέλει δίπλα στο σπίτι τους.

Ποια είναι η καλύτερη επιλογή κανείς δεν μπορεί αυτήν τη στιγμή να πει με βεβαιότητα. Το ζητούμενο είναι να βρίσκουν εργασία οι πτυχιούχοι στον ιδιωτικό τομέα, αφού ο δημόσιος θα προσφέρει από εδώ και πέρα μόνο απολύσεις. Το μέλλον θα δείξει ποια απήχηση θα έχουν στους εργοδότες τα πτυχία των κολεγίων. Φυσικά δε θα είναι όλα τα κολέγια του ίδιου επιπέδου. Προφανώς θα υπάρχουν κολέγια αξιοπρεπή και κολέγια που απλά θα χορηγούν πτυχία, αφού ό,τι έχει ζήτηση θα παρέχεται. Κάποιοι, δηλαδή, θα αναζητούν σπουδές και κάποιοι άλλοι απλά θα αγοράζουν πτυχία.

Το νέο τοπίο που φέρνει το μνημόνιο στην προσφορά σπουδών θα κριθεί από την αξιοπιστία και το αντίκρισμα που θα έχουν τα πτυχία στην αγορά εργασίας.