«Ναι» ή «όχι» στην αξιολόγηση;
του Στράτου Στρατηγάκη
Δημοσιεύτηκε 7/10/2012
«Ναι» ή «όχι» στην αξιολόγηση; Και «ναι» και «όχι», είναι η απάντηση, αφού ο σκοπός και ο τρόπος κάνουν τη διαφορά. Το υπουργείο Παιδείας απηύθυνε ερωτηματολόγιο προς την εκπαιδευτική κοινότητα, με στόχο να διερευνήσει τις απόψεις των εκπαιδευτικών για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, ώστε να προωθήσει την έναρξη της διαδικασίας.
Το πρώτο ερώτημα είναι αν είναι αναγκαία η αξιολόγηση. Η απάντηση είναι σαφώς «ναι». Είναι απαραίτητο όταν ξοδεύεται έστω και ένα ευρώ από το δημόσιο ταμείο να υπάρχει έλεγχος αν πιάνει τόπο. Μη μου πείτε για τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος με τους «εθνικούς» προμηθευτές, τους «εθνικούς» εργολάβους και τις… μίζες. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να ελέγχονται τα έξοδα του κράτους με τη λογική: αφού «τρώνε» αυτοί, δε δουλεύουμε εμείς και είμαστε πάτσι.
Δεν είναι κυρίως οικονομικό το ζήτημα. Δυστυχώς στα σχολεία, όπως και σε όλους τους επαγγελματίες, υπάρχουν εκπαιδευτικοί που έχουν προβλήματα στην άσκηση τους επαγγέλματός τους. Υπάρχουν εκπαιδευτικοί με ψυχολογικά προβλήματα, που παίρνουν ψυχοφάρμακα για να «σταθούν» ως άνθρωποι και που, φυσικά, δεν μπορούν να διδάξουν.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν επιτρέπεται να διδάσκουν τα παιδιά μας, αφού είναι εμφανώς ακατάλληλοι και τα «στραβώνουν». Δεν επιτρέπεται όμως και να απολύονται, γιατί έχουν σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης και, μην ξεχνάμε, η κοινωνία οφείλει να τους παρέχει μία θέση εργασίας και έναν αξιοπρεπή μισθό. Θα μπορούσαν να γίνονται διοικητικοί υπάλληλοι στις κατά τόπους διευθύνσεις Εκπαίδευσης, εργαζόμενοι και αμειβόμενοι αξιοπρεπώς. Υπάρχουν και άλλοι, που χρειάζονται μία μικρή βοήθεια για να βελτιωθούν θεαματικά και να γίνουν αποδοτικοί. Κάποιος πρέπει να τους συμβουλέψει και να τους καθοδηγήσει. Θα βελτιωθεί και η ίδια τους η ζωή, αφού θα έχουν πολύ μεγαλύτερη αποδοχή από τα παιδιά και θα νιώθουν πολύ καλύτερα στον εργασιακό τους χώρο. Είναι προφανές ότι οι καλοί καθηγητές δεν μπορούν να βοηθηθούν από καμία μορφή αξιολόγησης, απλά γιατί δεν το έχουν ανάγκη. Γι’ αυτούς θα είναι απλή γραφειοκρατία.
Η διαδικασία της αξιολόγησης δεν πρέπει να ξεκινά από τον εκπαιδευτικό, αλλά από την κορυφή, γιατί όπως λέει η παροιμία «από το κεφάλι βρομάει το ψάρι». Δεν έχει νόημα να μιλάμε για αξιολόγηση, αν δεν αξιολογηθεί όλη η δομή του εκπαιδευτικού μας συστήματος, αν δεν τεθούν στοιχειώδεις κανόνες στη λήψη των αποφάσεων που αφορούν την εκπαίδευση. Δε γίνεται να αλλάζει το εκπαιδευτικό σύστημα χωρίς να υπάρχει μελέτη με στόχους και συγκεκριμένους τρόπους μέτρησης της επίτευξής τους, ώστε να αξιολογείται η όποια αλλαγή και να κρίνεται και η επάρκεια του εκάστοτε υπουργού και των μέτρων που εισηγείται.
Είναι λογικό μετά την πρώτη αξιολόγηση να σκεφτούμε την αναγκαιότητα λύσεων. Αν αξιολογηθούν αρνητικά οι υποδομές και δε βελτιωθούν, τότε μας έχει μείνει μόνο η γραφειοκρατία. Να σημειώσουμε εδώ ότι η αξιολόγηση έχει σημαντικό κόστος, δημιουργεί θέσεις εργασίας εξωτερικών αξιολογητών και παράγει απίστευτη γραφειοκρατία, με τη διακίνηση εκατοντάδων χιλιάδων εγγράφων. Φανταστείτε μία έκθεση αξιολόγησης για κάθε εκπαιδευτικό. Αυτομάτως έχουμε πάνω από 150.000 εκθέσεις, που απαιτούν χιλιάδες εργατοώρες για να παραχθούν και επομένως έχουν κόστος. Προσθέστε και τις 15.000 εκθέσεις για τη λειτουργία των σχολείων, τις εκθέσεις για τις υπόλοιπες υπηρεσίες του υπουργείου Παιδείας και θα αντιληφθείτε το μέγεθος του εγχειρήματος, που μπορεί, πολύ εύκολα, να μας αποπροσανατολίσει από την εργασία μας, που είναι η διδασκαλία. Το ελληνικό κράτος στο πέρασμα του χρόνου έχει δείξει ότι είναι πολύ ευάλωτο στη δημιουργία γραφειοκρατίας. Δεν έχει νόημα λοιπόν όλη η διαδικασία, χωρίς να υπάρξουν λύσεις στα προβλήματα που θα εντοπίζονται.
Το επόμενο βήμα
Τα προβλήματα δεν ξεκινούν από την εισαγωγή της αξιολόγησης σε όλη την εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά εμφανίζονται στο επόμενο βήμα, που είναι η σύνδεση της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού με την απόδοση των μαθητών του. Το βήμα αυτό, που έχει ήδη καθιερωθεί σε πολλές χώρες με πρωταγωνίστριες τις ΗΠΑ, έχει τη λογική ότι ο εκπαιδευτικός οφείλει να βελτιώνει συνεχώς την επίδοση των μαθητών του. Σε αντίθετη περίπτωση είναι αυτός υπεύθυνος και κινδυνεύει με απόλυση και το σχολείο του με κλείσιμο. Αυτή η λογική είναι αντιεπιστημονική και περιέχει μεγάλη δόση υποκρισίας.
Είναι αντιεπιστημονική, γιατί οι επιδόσεις των μαθητών εξαρτώνται από το οικογενειακό περιβάλλον, από το κοινωνικό περιβάλλον, από την οικονομική κατάσταση και φυσικά και από το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς. Είναι προφανές ότι ένα παιδί που βιώνει ένα χωρισμό ή ένα θάνατο στην οικογένεια θα έχει πτώση των επιδόσεων στο σχολείο. Ολες οι έρευνες δείχνουν ότι οι μαθητές που προέρχονται από οικογένειες με υψηλό μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο έχουν καλύτερες επιδόσεις στο σχολείο. Αρα η παροιμία «μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις», ισχύει εν μέρει και συνιστά απλούστευση της πραγματικότητας. Δεν είναι σωστό λοιπόν να συνδέονται οι επιδόσεις με τον εκπαιδευτικό. Η αξιολόγηση πρέπει να ελέγχει αν ο εκπαιδευτικός κάνει σωστά τη δουλειά του και εκεί να σταματά.
Οταν αρχίσουμε να ζητάμε τη συνεχή βελτίωση της απόδοσης των μαθητών, αρχίζει η υποκρισία. Με την έκρηξη της τεχνολογίας και των επικοινωνιών επικράτησε η άποψη ότι η οικονομική ανάπτυξη θα έρθει μέσα από τη γνώση, αφού οι βιομηχανίες πήγαν στην Κίνα. Υιοθετήθηκε λοιπόν η «κοινωνία της γνώσης» και επικράτησε η άποψη ότι όλοι πρέπει να έχουν υψηλού επιπέδου εκπαίδευση. Μόλις καταλάγιασε ο πρώτος ενθουσιασμός, διαπιστώθηκε ότι παραμένουν πολλές θέσεις εργασίας χαμηλών προσόντων, που, προφανώς, δεν απαιτούν υψηλή εκπαίδευση. Επικράτησε λοιπόν η άποψη της αναζήτησης της «αριστείας». Αυτό σημαίνει ότι ζητάμε ένα ποσοστό των παιδιών να αποκτήσει πολύ υψηλό επίπεδο, αποδεχόμενοι, φυσικά, ότι μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού θα μένουν με χαμηλή εκπαίδευση. Γιατί με τη σημερινή διαστρωμάτωση της κοινωνίας μας, αν όλοι σπούδαζαν θα τιναζόταν η κοινωνία μας στον αέρα, αφού δε θα υπήρχε κανείς για τις εργασίες χαμηλής εκπαίδευσης.
Ο στόχος της αέναης βελτίωσης των επιδόσεων των μαθητών είναι υποκριτικός και υπάρχει για να κρύψει την αλήθεια, που είναι πολύ απλή: Τα παιδιά από οικογένειες χωρίς καλό μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο έχουν πολύ λιγότερες πιθανότητες να διακριθούν στην εκπαίδευση και στο στίβο της ζωής, αλλά δεν πρέπει να το γνωρίζουν, γιατί μπορεί να επαναστατήσουν…