Ζήτηση και προσφορά καθορίζουν τις βάσεις

του Στράτου Στρατηγάκη

 

Δημοσιεύτηκε 13/6/2010

 

Οι βάσεις, των οποίων τη διακύμανση προσπαθούν να μαντέψουν οι υποψήφιοι, εξελίσσονται σε άτυπη αξιολόγηση των ΑΕΙ και ΤΕΙ για πολλούς υποψηφίους, οδηγώντας τους, τελικά, σε αταίριαστες επιλογές.
Πολλοί υποψήφιοι ξεχνούν ότι οι βάσεις διαμορφώνονται από την προσφορά και τη ζήτηση σπουδών. Την προσφορά την καθορίζει το Υπουργείο Παιδείας, ορίζοντας ένα συγκεκριμένο αριθμό εισακτέων σε κάθε τμήμα. Τη ζήτηση την καθορίζουν οι υποψήφιοι με τις προτιμήσεις τους, όπως εκφράζονται με το μηχανογραφικό.
Οι προτιμήσεις των υποψηφίων επηρεάζονται από τις επαγγελματικές προοπτικές των πτυχίων, όπως διαμορφώνονται κάθε φορά από τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Η ανάπτυξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα δεν ακολουθεί τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, η κατανομή των θέσεων εισακτέων γίνεται υπερβαίνοντας τις δυνατότητες εκπαίδευσης των ανωτάτων σχολών και έτσι δημιουργούνται στρεβλώσεις που εκφράζονται μέσα από τη συσσώρευση των προτιμήσεων και τελικά τις βάσεις, που τείνουν να αποτελέσουν αξιολόγηση.
Στον πίνακα μπορείτε να δείτε την εξέλιξη των βάσεων μερικών σχολών σε διάστημα 17 ετών. Τα συστήματα εισαγωγής ήταν διαφορετικά, τα θέματα κάποιες φορές ήταν πολύ εύκολα, γι αυτό μην κοιτάτε την εξέλιξη των βάσεων στο πέρασμα των χρόνων, αλλά κοιτάξτε τις βάσεις την ίδια χρονιά. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το 1993 η  Φιλολογία είχε υψηλότερη βάση από τη Νομική και οι δάσκαλοι ήταν πιο κάτω. Το 2000 εμφανίζεται η ανεργία των φιλολόγων και η βάση τους πέφτει, αποκτώντας απόσταση από τη Νομική απόσταση 1 μονάδας. Οι δάσκαλοι, που τότε διορίζονταν μετά τα 40 τους χρόνια, απαξιώνονται εντελώς, με τη βάση τους να διαμορφώνεται 2,5 μονάδες χαμηλότερα από τη Νομική.
Το 2009, με την έλλειψη δασκάλων να κυριαρχεί και να στρέφει πολλούς υποψηφίους στο επάγγελμα, η βάση των δασκάλων εκτοξεύεται και περνάει τη βάση της Φιλολογίας και της Νομικής.
Η εξέλιξη αυτή προήλθε από το Υπουργείο Παιδείας που δεν μπορεί να συνεννοηθεί με τον... εαυτό του. Το Υπουργείο  Παιδείας αποφασίζει πόσοι θα εισαχθούν στις σχολές των δασκάλων και πόσοι δάσκαλοι θα διοριστούν. Δεν μπορεί λοιπόν στοιχειωδώς να κάνει ένα προγραμματισμό των αναγκών του και των αναγκών των ιδιωτικών σχολείων. Για να αντιληφθείτε το μέγεθος της ανικανότητας σκεφτείτε απλά ότι τα παιδιά φοιτούν 6 χρόνια στο Δημοτικό και 1-2 στο νηπιαγωγείο. Θα έπρεπε λοιπόν οι εισακτέοι στις σχολές των δασκάλων να είναι τουλάχιστον τριπλάσιοι από τους εισακτέους στις σχολές των νηπιαγωγών. Ιδού και οι αριθμοί: 1985 οι εισακτέοι στους δασκάλους και 1515 στους νηπιαγωγούς. Μεγάλη έλλειψη στους πρώτους, ανεργία για τους δεύτερους, που αποτυπώνεται και στις εξετάσεις του ΑΣΕΠ, με την αναλογία εξεταζομένων προς επιτυχόντες 1:1 για τους δασκάλους και 1:14 για τους νηπιαγωγούς.
Η ανικανότητα προγραμματισμού του Υπουργείου Παιδείας δημιουργεί αλλού ελλείψεις και αλλού πλεονάσματα, με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται ανάλογα και οι βάσεις.
Απαραίτητο είναι να ξεκαθαρίσουμε ότι η διαμόρφωση των βάσεων δεν έχει καμία σχέση με τις σπουδές σε κάθε τμήμα. Η φιλολογία, αλλά και όλες οι άλλες σχολές, παρέχουν συγκεκριμένες σπουδές, που δεν εξαρτώνται σε καμία περίπτωση από τη διακύμανση των βάσεων που διαμορφώνονται, όπως αναλύσαμε, από την προσφορά και τη ζήτηση. Το κριτήριο επιλογής δεν μπορεί να είναι, λοιπόν, η βάση ενός τμήματος.